- ρεφορμισμός
- ο реформизм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρεφορμισμός — Μέθοδος πολιτικής δράσης, που επιδιώκει να αλλάξει την υπάρχουσα πολιτική και κοινωνική κατάσταση με την εφαρμογή οργανικών και βαθμιαίων μεταρρυθμίσεων. Αντιτίθεται από το ένα μέρος στις επαναστατικές μεθόδους και από το άλλο στις αντιλήψεις του … Dictionary of Greek
ρεφορμισμός — ο (λ. λατ.), τάση στους κόλπους των σοσιαλιστικών κομμάτων που επιδιώκει την επίτευξη του σοσιαλισμού με συνεχείς μεταρρυθμίσεις μέσα στο κεφαλαιοκρατικό καθεστώς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρεφορμιστής — ο, θηλ. ρεφορμίστρια, Ν ο οπαδός τού ρεφορμισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. reformiste (βλ. λ. ρεφορμισμός)] … Dictionary of Greek
κομουνισμός — Θεωρία που υποστηρίζει την αντίληψη της κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής και των καταναλωτικών αγαθών, ξεκινώντας από την προϋπόθεση της θεμελιώδους ανθρώπινης ισότητας η οποία, υπό ορισμένες ιστορικές συνθήκες, οργανώνεται σε ένα πρόγραμμα… … Dictionary of Greek